συνομόλογος

συνομόλογος
-ον, Α
αυτός που επίσης ομολογεί κάτι («συνομόλογος τοιασδε δόξης και ό Κυζικηνός Νεάνθης», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμόλογος «σύμφωνος, αντίστοιχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”